- χρητήρ
- χρητήρ, ῆρος, ὁ, perh.A = χρηστήριον (v. χρηστηριος 11), PGrenf.1.21.10 (ii B. C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρητήρ — ῆρος, ὁ, Α πιθ. έπιπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον τ. πληθ. χρητῆρες, ο οποίος έχει θεωρηθεί ως δ. γρφ. τού χρηστήρια «σκεύη, έπιπλα, εργαλεία» (βλ. λ. χρηστήριος), γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι οι τ. με θ. χρη χωρίς σ εμφανίζουν σημ.… … Dictionary of Greek